- Σκιρίδαι
- Σκιρίδαι [ῐδ], οἱ,A worshippers or priests of Artemis Σκιρίς, GDI5498.3 (Milet., iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Σκιρίδαι — οἱ, Α [σκιρίς, ίδος] λάτρεις ἡ ιερείς τής Σκιρίδος Αρτέμιδος … Dictionary of Greek